- διαβολομάζωμα
- το имущество, приобретённое нечестным путём
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαβολομάζωμα — και διαβολομάζεμα, το η περιουσία που αποκτήθηκε με ανέντιμα μέσα, εγκλήματα κ.λπ … Dictionary of Greek
διαβολομάζωμα — το περιουσία που αποκτήθηκε με πονηρό και ανήθικο τρόπο: Δεν απέκτησε και τίποτα με τον ιδρώτα του, είναι όλα διαβολομαζώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… … Dictionary of Greek